- πολυτελεστέρᾳ
- πολυτελεστέρᾱͅ , πολυτελήςvery expensivefem dat comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυτελεστέρα — πολυτελεστέρᾱ , πολυτελής very expensive fem nom/voc/acc comp dual πολυτελεστέρᾱ , πολυτελής very expensive fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελέστερα — πολυτελής very expensive neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστέρας — πολυτελεστέρᾱς , πολυτελής very expensive fem acc comp pl πολυτελεστέρᾱς , πολυτελής very expensive fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελεστέραν — πολυτελεστέρᾱν , πολυτελής very expensive fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногоцѣньныи — (89) пр. 1.Драгоценный; дорогостоящий: Козьлины бо томѹ бѣахѹть ˫ако многоцѣньна˫а и свѣтьла˫а одежа. ЖФП XII, 62а; О блажена˫а ѹбо гроба приимъши телеси ваю чьстьнѣи акы съкровище мъногоцѣньно. СкБГ XII, 17б; и въ ризѹ одѣшасѧ многоцѣньнѹ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άλλαγμα — το (Ν και άλλαμα) (Α ἄλλαγμα) [ἀλλάσσω] η αλλαγή, η μετατροπή νεοελλ. 1. (για τον καιρό ή τη σελήνη) μεταβολή, τροπή 2. (για νομίσματα) αντικατάσταση ενός με άλλα μικρότερα αλλά στο σύνολό τους ίσης αξίας 3. (για τα νερά ποταμού) αλλαγή κοίτης 4 … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
Βουκολέων — Ένα από τα βασιλικά οικοδομήματα του Βυζαντίου που είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ (408 450) και πήρε αυτή την ονομασία από το μαρμάρινο σύμπλεγμα που στόλιζε την κύρια πύλη του και παρίστανε ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ένα βόδι. Το … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ηραία — I Γιορτή προς τιμήν της θεάς Ήρας, που γινόταν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, κυρίως όμως στο Άργος, στην Ήλιδα και στη Σάμο. Τα Η. του Άργους τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, στη μέση του δεύτερου έτους κάθε Ολυμπιάδας. Ήταν η επισημότερη γιορτή… … Dictionary of Greek